παραμακρύνω

παραμακρύνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραμακρύνω" в других словарях:

  • παραμακραίνω — και παραμακρύνω 1. μακραίνω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει, τού δίνω υπερβολικό μήκος 2. μηκύνομαι πάρα πολύ, γίνομαι υπερβολικά μακρύς 3. αργώ, καθυστερώ πολύ 4. μτφ. απομακρύνομαι πολύ, ξεμακραίνω («μην παραμακραίνεις γιατί θα χαθείς») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»